- ἐλαχιστιαῖος
- ἐλᾰχιστ-ιαῖος, α, ον,A minute, infinitesimal,
μέγεθος Diog.Oen.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέγεθος Diog.Oen.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ελαχιστιαίος — ἐλαχιστιαῑος, α, ον (Α) απειροελάχιστος … Dictionary of Greek